πάμπλουτος
From LSJ
Φίλον βέβαιον ἐν κακοῖσι μὴ φοβοῦ → Fidelem amicum ne time in rebus malis → Hab in der Not nicht Angst vor einem treuen Freund
English (LSJ)
ον, = foreg., A ὄλβος S. Fr.646.5; π. ἐν πλούτῳ γενέσθαι Gal.Anim.Pass.9.
German (Pape)
[Seite 454] = Vorigem, Soph. frg. 572 u. Sp., wie Maneth. 4, 85.
Greek (Liddell-Scott)
πάμπλουτος: -ον, = τῷ προηγ., Σοφ. Ἀποσκ. 572, Γαλην. 6. 534.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ πάμπλουτος, -ον)
πάρα πολύ πλούσιος, ζάπλουτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πλοῦτος.
Russian (Dvoretsky)
πάμπλουτος: Soph. = παμπλούσιος.