παμπλούσιος

From LSJ

σμικρὰ ὀνείρατα λέλειπται → faint and shadowy traces remain, small vestiges remain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμπλούσιος Medium diacritics: παμπλούσιος Low diacritics: παμπλούσιος Capitals: ΠΑΜΠΛΟΥΣΙΟΣ
Transliteration A: pamploúsios Transliteration B: pamplousios Transliteration C: pamploysios Beta Code: pamplou/sios

English (LSJ)

παμπλούσιον, very rich, Pl.Lg.743c, D. C.40.12.

German (Pape)

[Seite 454] sehr reich, Plat. Legg. V, 743 c u. Sp., wie D. Cass. 40, 12.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παμπλούσιος -ον [πᾶς, πλοῦτος] schatrijk.

Russian (Dvoretsky)

παμπλούσιος: чрезвычайно богатый, богатейший Plat.

Greek (Liddell-Scott)

παμπλούσιος: -ον, πάνυ πλούσιος, Πλάτ. Νόμ. 743C, Δίων Κ. 40. 12.

Greek Monolingual

παμπλούσιος, -ον (Α)
πάμπλουτος, ζάπλουτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + πλούσιος.

Translations

filthy rich

Afrikaans: stinkryk, skatryk; Dutch: steenrijk, stinkend rijk; English: exceeding rich, exceedingly rich, extremely rich, filthy rich, immensely rich, superrich, ultrarich, very wealthy; Finnish: upporikas, äveriäs; French: pété de thunes, plein aux as; German: stinkreich, steinreich; Greek: απειρόπλουτος, βαθυκτήμων, βγάζει ένα κάρο λεφτά, βγάζει ένα σκασμό λεφτά, βγάζει ένα σωρό λεφτά, βγάζει λεφτά με το τσουβάλι, βγάζει πολύ χρήμα, βγάζει τρελά λεφτά, βγάζει χοντρά λεφτά, βγάζει χοντρό χρήμα, βουτηγμένος στα λεφτά, βουτηγμένος στο χρυσάφι, δεν ξέρει τι έχει, εκατομμυριούχος, έχει λεφτά να φαν' κι οι κότες, ζάμπλουτος, ζάπλουτος, ζει μες στη χλιδή, κονομάει χοντρά, κροίσος, λεφτάς, μυριόπλουτος, πάμπλουτος, πλουσιότατος, πολυεκατομμυριούχος, πολυχρήματος, του τρέχουν απ' τα μπατζάκια, τρώει με χρυσά κουτάλια, υπέρπλουτος, φραγκάτος, χεσμένος στο τάλιρο, χλιδάτος; Ancient Greek: βαθύκληρος, βαθυπλούσιος, βαθύπλουτος, βαρύπλουτος, εὐηφενής, εὐπίων, ζάπλουτος, καταπίμελος, λακκόπλουτος, μεγαλοπλούσιος, μεγαλόπλουτος, μέγας, παμπλούσιος, πάμπλουτος, περιπλούσιος, πολύκληρος, πολυκτέανος, πολυκτήματος, πολυκτήμων, πολυπάμων, πολύφορτος, πολυχρηματίας, πολυχρήματος, ὑπερπλούσιος, ὑπερχρήματος, χρυσόνομος; Hungarian: dúsgazdag; Icelandic: moldríkur; Irish: lofa le hairgead; Polish: obrzydliwie bogaty; Portuguese: podre de rico; Russian: неприлично богатый; Spanish: asquerosamente rico, forrado de dinero, podrido en plata; Swedish: snuskigt rik, stenrik, rik som ett troll; Thai: รวยสกปรก