πάνακες

From LSJ
Revision as of 16:36, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνακες Medium diacritics: πάνακες Low diacritics: πάνακες Capitals: ΠΑΝΑΚΕΣ
Transliteration A: pánakes Transliteration B: panakes Transliteration C: panakes Beta Code: pa/nakes

English (LSJ)

τό, A v. πανακής II.

Greek (Liddell-Scott)

πάνακες: τό, ἴδε πανακὴς ΙΙ.

Greek Monolingual

πάνακες, τὸ (Α)
ονομασία διαφόρων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του επιθ. πανακής, με αναβιβασμό του τόνου].