παλιγκαπηλεύω
English (LSJ)
A to be a retail dealer, D.56.7.
German (Pape)
[Seite 448] ein παλιγκάπηλος sein, wieder verkaufen, Dem. 56, 7.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιγκᾰπηλεύω: εἶμαι παλιγκάπηλος, μεταπράτης, πωλῶ «λιανικῶς», Δημ. 1285. 6.
French (Bailly abrégé)
être revendeur, revendre au détail.
Étymologie: πάλιν, καπηλεύω.
Greek Monolingual
παλιγκαπηλεύω (Α)
πωλώ κάτι λειανικά, μεταπωλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + καπηλεύω.
Greek Monotonic
πᾰλιγκᾰπηλεύω: μέλ. -σω, πουλώ κάτι ξανά, πουλώ εμπορεύματα σε λιανική τιμή, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιγκᾰπηλεύω: заниматься перепродажей, быть перепродавцом, т. е. вести розничную торговлю Dem.
Middle Liddell
πᾰλιγ-κᾰπηλεύω, fut. -σω
to sell over again, sell wares by retail, Dem.