Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
Full diacritics: πάσωλος | Medium diacritics: πάσωλος | Low diacritics: πάσωλος | Capitals: ΠΑΣΩΛΟΣ |
Transliteration A: pásōlos | Transliteration B: pasōlos | Transliteration C: pasolos | Beta Code: pa/swlos |
A v. πασίολος.
ὁ, Α
φασίολος, η φασολιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. phaseolus / faseolus, υποκορ. του phasēlus (< φάσηλος «φασόλι»), πρβλ. πασίολος].