παναεργής

Revision as of 19:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A all-undigested, δόρπος Nic.Al.66.

German (Pape)

[Seite 456] ές, ganz unverarbeitet, ganz unverdau't, Nic. Al. 66.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰναεργής: -ές, ὅλως ἀκατέργαστος, ἀδιάπεπτος, δόρπον Νικ. Ἀλεξιφ. 66.

Greek Monolingual

παναεργής, -ές (Α)
(για φαγητό) εντελώς ακατέργαστος, αχώνευτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀεργής «ακατέργαστος»].