παιδουργός

Revision as of 19:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

όν, A = παιδοποιός 2, μόρια Ascl. in Metaph.411.3, Olymp. in Grg.p.262 J.

German (Pape)

[Seite 442] Kinder zeugend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παιδουργός: -όν, (*ἔργω) = παιδοποιός, Βυζαντ.

Greek Monolingual

παιδουργός, -όν (ΑΜ)
αυτός που γεννά παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + -ουργός (< έργο)].

Greek Monotonic

παιδουργός: -όν (*ἔργω), = παιδοποιός.

Middle Liddell

παιδουργός, όν [*ἔργω = παιδοποιός.]