παμφάρμακος

Revision as of 19:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A skilled in all charms or drugs, of Medea, Pi.P.4.233.

German (Pape)

[Seite 455] ξείνα, ἡ, heißt Medea, Pind. P. 4, 233, aller Zauberkünste kundig.

Greek (Liddell-Scott)

παμφάρμᾰκος: -ον, ὁ ἔμπειρος εἰς πάντα τὰ εἴδη τῶν μαγικῶν φαρμάκων, ἐπὶ τῆς Μηδείας, Πινδ. Π. 4. 415.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui connaît ou manie tous les poisons.
Étymologie: πᾶν, φάρμακον.

English (Slater)

παμφάρμᾰκος
   1 all powerful in magic παμφαρμάκου ξείνας ἐφετμαῖς i. e. of Medea (P. 4.233)

Greek Monolingual

παμφάρμακος, -ον (Α)
έμπειρος σε κάθε είδος μαγικού φαρμάκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + φάρμακον.

Greek Monotonic

παμφάρμᾰκος: -ον, έμπειρος σε όλα τα είδη των μαγικών ή των φαρμάκων, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

παμφάρμᾰκος: знакомый со всеми (волшебными) снадобьями (ξείνα, т. е. Μήδεια Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παμφάρμακος -ον [πᾶς, φάρμακον] bekwaam met alle tovermiddelen.

Middle Liddell

παμ-φάρμᾰκος, ον,
skilled in all charms or drugs, Pind.