magic
From LSJ
Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. μαγευτικός, V. κηλητήριος, θελκτήριος.
deadly: V. λυγρός; see also monstrous.
substantive
art of magic: P. ἡ μαγευτική, φαρμακεία, ἡ, V. μαγεύματα, τά.
enchantment, charm: P. and V. φάρμακον, τό, ἐπωδή, ἡ, V. κήλημα, τό, θέλκτρον, τό, θέλγητρον, τό, θελκτήριον. τό, κηλητήριον, τό.
enchantment: P. κήλησις ἡ.
Met., grace, charm: P. and V. χάρις, ἡ. Use magic, v.: V. μαγεύειν, Ar. μαγγανεύειν.
remove by magic: P. and V. ἐξεπᾴδειν.