πανθοινία
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
English (LSJ)
ἡ, A a high festival, Ael.NA2.57, 5.54.
German (Pape)
[Seite 460] ἡ, vollkommner, stattlicher od. allgemeiner Schmaus, vgl. Schol. Ar. Vesp. 999; Ael. H. A. 2, 57 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πανθοινία: ἡ, μεγάλη, τελεία εὐωχία, πανδαισία, Αἰλ. π. Ζ. 2. 57., 5. 54, κλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
grand repas, festin.
Étymologie: πᾶν, θοίνη.
Greek Monolingual
ή, Α πάνθοινος
πλουσιοπάροχο συμπόσιο, μεγαλοπρεπής ευωχία.