παλίμπωλος
From LSJ
Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)
English (LSJ)
ον, A = παλίμπρατος, v.l. in Poll.7.12; esp. of works not completed by the first contractor and given to another, IG7.3073.26 (Lebad.), BCH20.324 (ibid.).
German (Pape)
[Seite 449] = παλιγκάπηλος, Poll. 7, 12.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίμπωλος: -ον, = παλίμπρατος, Πολυδ. Ζ΄, 12.
Greek Monolingual
παλίμπωλος, -ον (Α)
αυτός που μεταπωλείται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -πωλος (< πωλῶ), πρβλ. εύ-πωλος].