παραθάπτω
From LSJ
Λόγον παρ' ἐχθροῦ μήποθ' ἡγήσῃ φίλον → Sermonem ab hoste benevolum numquam puta → Erachte nie des Feindes Wort als Freundlichkeit
English (LSJ)
A bank up at the sides, BGU1121.24 (i B. C.).
Greek Monolingual
Α
γεμίζω διώρυγα ή αυλάκι ώστε να διατηρείται κανονικά η αύλακα του ύδατος.