παρεισφρέω
From LSJ
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
English (LSJ)
A slip in, λαθραίως Tz.H.8.493.
German (Pape)
[Seite 513] eindringen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρεισφρέω: λαθραίως προσέρχομαι, Τζέτζ. Ἱστ. 8. 493, Φώτ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 499.
Greek Monolingual
ΝΜ
εισέρχομαι ή εισάγομαι με δόλο ή κατά λάθος (α. «παρεισέφρησαν σφάλματα» β. «είχαν παρεισφρήσει αναρχικά στοιχεία).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εἰσφρέω «εισδύω, εισέρχομαι»].