παρεπιμένω
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
A continue, survive, Lyd.Mag.1.12.
Greek Monolingual
Α επιμένω
1. εξακολουθώ να μένω
2. εξακολουθώ να υπάρχω, επιβιώνω.
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Full diacritics: παρεπιμένω | Medium diacritics: παρεπιμένω | Low diacritics: παρεπιμένω | Capitals: ΠΑΡΕΠΙΜΕΝΩ |
Transliteration A: parepiménō | Transliteration B: parepimenō | Transliteration C: parepimeno | Beta Code: parepime/nw |
A continue, survive, Lyd.Mag.1.12.
Α επιμένω
1. εξακολουθώ να μένω
2. εξακολουθώ να υπάρχω, επιβιώνω.