παρεμπλέκω

From LSJ
Revision as of 19:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεμπλέκω Medium diacritics: παρεμπλέκω Low diacritics: παρεμπλέκω Capitals: ΠΑΡΕΜΠΛΕΚΩ
Transliteration A: paremplékō Transliteration B: paremplekō Transliteration C: parempleko Beta Code: paremple/kw

English (LSJ)

A insert men in ranks, Ascl.Tact.10.17 ; mingle, τῷ ποτῷ τὴν τροφήν Orib. Fr.41 :—Med., prob. in Phot. (παρεπλεξάμην cod.) : metaph., interweave, Eust.2.2, al. :—Pass., to be blended with, contained in, Diph. Siph. ap. Ath.2.57c ; to be involved, Vett. Val.181.35.

German (Pape)

[Seite 515] daneben, dazwischen einflechten, zumischen, Ath. II, 57 d u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρεμπλέκω: ἐμπλέκω μετά τινος ἢ μεταξύ, Φώτ.· - μεταφ., ἐμπλέκομαι μεταξύ, Εὐστ.· - παθητ., ἐμπλέκομαι μετά τινος, περιέχομαι ἔν τινι, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 57C.

Greek Monolingual

Α εμπλέκω
1. μπλέκω με κάτι ή μεταξύ κάποιων πραγμάτων
2. μέσ. παρεμπλέκομαι
α) μπλέκομαι, μπερδεύομαι με κάτι, περιέχομαι σε κάτι
β) είμαι αναμεμιγμένος σε κάτι
γ) εισάγω άνδρες στην τάξη του στρατεύματος
3. αναμιγνύω, ανακατώνω («παρεμπλέκειν τῷ ποτῷ τήν τροφήν», Ορείθ.)
4. μτφ. ενυφαίνω («μύθους τῇ ποιήσει παρεμπλέκων», Ευστ.).