πεπερασμενάκις
From LSJ
Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit
English (LSJ)
[ᾰ], A a definite number of times, Arist.APo.82b32.
Greek (Liddell-Scott)
πεπερασμενάκις: πεπερασμένως, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 21, 5.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. σε συγκεκριμένο αριθμό ετών («τὰ πεπερασμένα πεπερασμενάκις ἀνάγκη πεπεράνθαι πάντα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεπερασμένος + επιρρμ. κατάλ. -άκις (πρβλ. πλειστ-άκις)].
Russian (Dvoretsky)
πεπερασμενάκις: adv. определенное число раз Arst.