περιδεικνύω
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
English (LSJ)
A demonstrate, ἐπιλογιστικῶς ὅτι… Phld.Lib. p.14 O.
Greek Monolingual
Α
αποδεικνύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δεικνύω «δείχνω»].