περικόχλιον
From LSJ
γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage
English (LSJ)
τό, (κοχλίας) A female screw, Heliod. ap. Orib.49.4.66.
German (Pape)
[Seite 581] τό, Schraubenmutter, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περικόχλιον: τό, (κοχλίας) ὁ περὶ τὸν κοχλίαν, ὁ θῆλυς κοχλίας, «θηλυκιὰ βίδα», Schneid. Ecl Phys. 1. 469.