πλουτοτραφής

From LSJ
Revision as of 20:33, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλουτοτρᾰφής Medium diacritics: πλουτοτραφής Low diacritics: πλουτοτραφής Capitals: ΠΛΟΥΤΟΤΡΑΦΗΣ
Transliteration A: ploutotraphḗs Transliteration B: ploutotraphēs Transliteration C: ploutotrafis Beta Code: ploutotrafh/s

English (LSJ)

ές, A bred in riches, Eust.835.37.

Greek (Liddell-Scott)

πλουτοτρᾰφής: -ές, ἀνατεθραμμένος ἐν πλούτῳ, Εὐστ. 835. 37.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που έχει ανατραφεί μέσα στα πλούτη (α. «τοιοῡτοι γὰρ ὡς τὰ πολλὰ oἱ πλουτοτραφεῑς», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + -τραφής (< συνεσταλμένη βαθμίδα τραφ- του τρέφω), πρβλ. μηρο-τραφής].