πνευματοφόρος

From LSJ
Revision as of 20:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνευμᾰτοφόρος Medium diacritics: πνευματοφόρος Low diacritics: πνευματοφόρος Capitals: ΠΝΕΥΜΑΤΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: pneumatophóros Transliteration B: pneumatophoros Transliteration C: pnevmatoforos Beta Code: pneumatofo/ros

English (LSJ)

ον, A bearing the spirit, inspired, ib.Ho.9.7; προφῆται ib.Ze.3.4.

Greek (Liddell-Scott)

πνευμᾰτοφόρος: -ον, ὁ φερόμενος ὑπὸ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, θεόπνευστος, Πέτρ. Ἀλ. 516D, Ἀθαν. Ι, 464C, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που φέρει το Άγιο Πνεύμα, εμπνευσμένος από την θεία χάρη του Αγίου Πνεύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος + -φόρος].