πολυγύνης
From LSJ
English (LSJ)
[γῠ], ου, ὁ, = foreg., Poll.6.171: nom. pl. A πολυγύναικες Str.17.3.19.
German (Pape)
[Seite 661] ὁ, = πολυγύναιξ, Poll. 6, 171.
Greek Monolingual
ὁ, Α
πολυγύναιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γύνης (< γυνή), πρβλ. μισο-γύνης].