πολλύνομαι

From LSJ
Revision as of 20:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολλύνομαι Medium diacritics: πολλύνομαι Low diacritics: πολλύνομαι Capitals: ΠΟΛΛΥΝΟΜΑΙ
Transliteration A: pollýnomai Transliteration B: pollynomai Transliteration C: pollynomai Beta Code: pollu/nomai

English (LSJ)

Pass., A to be multiplied, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

πολλύνομαι: παθ., γίνομαι πολύς, «πολλύνεται· πολὺς γίνεται, αὐξάνει, πληθύνει» Φώτ. 441, 7.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Φώτ.) γίνομαι πολύς, αυξάνομαι, πληθύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πολλ(ο)- του πολύς + ρημ. κατάλ. -ύνω / -ύνομαι (πρβλ. μηκ-ύνομαι, πληθ-ύνομαι)].