ποινῆτις

From LSJ
Revision as of 21:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποινῆτις Medium diacritics: ποινῆτις Low diacritics: ποινήτις Capitals: ΠΟΙΝΗΤΙΣ
Transliteration A: poinē̂tis Transliteration B: poinētis Transliteration C: poinitis Beta Code: poinh=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, A avenging, AP7.745.5 (Antip. Sid.).

Greek (Liddell-Scott)

ποινῆτις: -ιδος, ἡ, ἡ ἐκδικουμένη, τιμωροῦσα, Ἀνθ. Π. 7. 745.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f. de ποινητήρ.

Greek Monolingual

-ήτιδος, ἡ, Α
αυτή που εκδικείται, που τιμωρεί, η εκδικήτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποινῶμαι + επίθημα -τις (πρβλ. κυβερνῆ-τις)].

Greek Monotonic

ποινῆτις: -ιδος, ἡ (ποινάω), αυτή που εκδικείται, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ποινῆτις: ῐδος ἡ карательница, мстительница (π. Ἐρινύς Anth.).

Middle Liddell

ποινῆτις, ιδος, ἡ, ποινάω
avenging, Anth.