προάλλομαι

From LSJ
Revision as of 21:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προάλλομαι Medium diacritics: προάλλομαι Low diacritics: προάλλομαι Capitals: ΠΡΟΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: proállomai Transliteration B: proallomai Transliteration C: proallomai Beta Code: proa/llomai

English (LSJ)

A spring forward, Q.S.4.510: aor. I part. -αλάμενος Anon. ap. Suid.

German (Pape)

[Seite 706] (s. ἅλλομαι), depon. med., vorspringen; προάλοιτο, Qu. Sm. 4, 510; Suid.

Greek (Liddell-Scott)

προάλλομαι: ἀποθ., πηδῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, τινάσσομαι, Κόϊντ. Σμ. 4. 510, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ., ἔνθα προαλάμενος, ὅπερ ἑρμηνεύει, «προπηδήσας».

Greek Monolingual

Α
πηδώ προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἅλλομαι «πηδώ, σκιρτώ»].