πρανίζω
From LSJ
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
English (LSJ)
Ion. πρηνίζω, aor. ἐπρήνιξα, πρήνιξα, A = καταστρέφω, πόλιν Euph.18, Nonn.D.4.340, al.:—Pass., capsize, ἅμα νηΐ πρηνιχθείς AP7.532 (Isid.); πρανιχθῆναι· τὸ ἐπὶ στόμα πεσεῖν, Phot., cf. Hsch.: plpf. ἐπρήνικτο Nonn.D.30.86.
German (Pape)
[Seite 693] dor. statt πρηνίζω.
Greek Monolingual
Α
(δωρ. και αττ. τ.) βλ. πρηνίζω.