προαγοράζω

From LSJ
Revision as of 21:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προᾰγοράζω Medium diacritics: προαγοράζω Low diacritics: προαγοράζω Capitals: ΠΡΟΑΓΟΡΑΖΩ
Transliteration A: proagorázō Transliteration B: proagorazō Transliteration C: proagorazo Beta Code: proagora/zw

English (LSJ)

A buy beforehand, forestall, Cod.Just.12.37.19.2.

German (Pape)

[Seite 704] vorher laufen (?).

Greek (Liddell-Scott)

προᾰγοράζω: ὡς καὶ νῦν, προαγοράζοντες τὰς προαγωγὰς Παλλάδ. ἐν Βίῳ Ἰω. Χρυσ. 60, 7.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. αγοράζω από πριν εμπόρευμα ή προϊόν το οποίο πρόκειται να παραδοθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της ημέρας της συμφωνίας
2. αγοράζω προϊόν πριν από τη συγκομιδή του («το κράτος προαγόρασε σταφίδα»).