πρωΐκαρπος
From LSJ
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
English (LSJ)
ον, A fruiting early, Id.HP1.14.3, CP1.10.7.
German (Pape)
[Seite 803] frühzeitig Früchte tragend, Theophr.
Greek Monolingual
-ον, Α
(για φυτά) αυτός που καρποφορεί πρώιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωΐ + καρπός (πρβλ. οψί-καρπός)].