πυλαῖτις
From LSJ
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
English (LSJ)
ιδος, ἡ, (πύλη) A door-keeper, epith. of Athena, Lyc.356.
Greek (Liddell-Scott)
πυλαῖτις: -ιδος, ἡ, (πύλη) ἡ τῆς πύλης φύλαξ, ἐπίθετον τῆς Ἀθηνᾶς, Λυκόφρ. 356.
Greek Monolingual
-αίτιδος, ἡ, Α
(προσωνυμία της Αθηνάς) η προστάτιδα της πύλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + επίθημα -ῖτις (πρβλ. λιμν-ῖτις)].