πυλοῦχος

From LSJ
Revision as of 22:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠλοῦχος Medium diacritics: πυλοῦχος Low diacritics: πυλούχος Capitals: ΠΥΛΟΥΧΟΣ
Transliteration A: pyloûchos Transliteration B: pylouchos Transliteration C: pyloychos Beta Code: pulou=xos

English (LSJ)

ὁ, A beam supporting gates, J.AJ3.6.2 (pl.).

German (Pape)

[Seite 817] Thüren, Thore habend, haltend, beschützend, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

πῠλοῦχος: -ον, ὁ ὑποστηρίζων, ὑποβαστάζων τὰς πύλας, Ἰωσήπ. Ἰούδ. Ἀρχ. 3. 6, 2.

Greek Monolingual

και πυλάοχος, -ον, Α
1. (το αρσ. στον τ. πυλάοχος) προσωνυμία του Διονύσου
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πυλοῡχος
δοκός που υποβαστάζει πύλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πύλη + -οῦχος (< ἔχω)].