πυρεκτικός

From LSJ
Revision as of 22:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρεκτικός Medium diacritics: πυρεκτικός Low diacritics: πυρεκτικός Capitals: ΠΥΡΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: pyrektikós Transliteration B: pyrektikos Transliteration C: pyrektikos Beta Code: purektiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (πυρέσσω) A feverish, Gal.16.491, Theol.Ar.51. Adv. -κῶς Paul.Aeg.3.43.

German (Pape)

[Seite 821] fieberhaft, zum Fieber gehörig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρεκτικός: -ή, -όν, (πυρέσσω) ὁ ὑποκείμενος εἰς πυρετόν, ὁ πυρέσσων, Γαλην. τ. 19, σ. 595, 4 καὶ 614, 18, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α πυρέσσω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρετό, πυρετώδης.
επίρρ...
πυρεκτικῶς ΜΑ
πυρετωδώς.