πόππυσμα
English (LSJ)
ατος, τό, A smacking of lips, clucking, Dexipp. in Cat.11.27: Lat.poppysma, Juv.6.584.
German (Pape)
[Seite 682] τό, das Pfeifen, Schnalzen, nach Suid. κολακεῖαι εἰς τοὺς ἀδαμάστους ἵππους. Auch = Kuß, vgl. Iuvenal. 6, 584.
Greek (Liddell-Scott)
πόππυσμα: ποππυσμός, ἴδε ποππύζω.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ ποππύζω
μσν.
συριγμός που γίνεται με μισόκλειστα χείλη
αρχ.
1. κολάκευμα, θωπεία
2. ηχηρό φίλημα με συμπίεση τών χειλιών.