πόππυσμα

Revision as of 22:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ατος, τό, A smacking of lips, clucking, Dexipp. in Cat.11.27: Lat.poppysma, Juv.6.584.

German (Pape)

[Seite 682] τό, das Pfeifen, Schnalzen, nach Suid. κολακεῖαι εἰς τοὺς ἀδαμάστους ἵππους. Auch = Kuß, vgl. Iuvenal. 6, 584.

Greek (Liddell-Scott)

πόππυσμα: ποππυσμός, ἴδε ποππύζω.

Greek Monolingual

τὸ, ΜΑ ποππύζω
μσν.
συριγμός που γίνεται με μισόκλειστα χείλη
αρχ.
1. κολάκευμα, θωπεία
2. ηχηρό φίλημα με συμπίεση τών χειλιών.