κολάκευμα

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολᾰκευμα Medium diacritics: κολάκευμα Low diacritics: κολάκευμα Capitals: ΚΟΛΑΚΕΥΜΑ
Transliteration A: kolákeuma Transliteration B: kolakeuma Transliteration C: kolakevma Beta Code: kola/keuma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A piece of flattery, X.Oec.13.12 (pl.), Plu.Demetr.17.
II of a person, Sch.S.Aj.381.

German (Pape)

[Seite 1472] τό, die Schmeichelei, die Schmeichelworte; Xen. Oec. 13, 12; Plut. Demetr. 17.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
marque de flatterie.
Étymologie: κολακεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολάκευμα -τος, τό [κολακεύω] vleierij.

Russian (Dvoretsky)

κολάκευμα: ατος (λᾰ) τό льстивая речь, заискивание Xen., Plut.

Greek Monolingual

και κολάκεμα, το (AM κολάκευμα, Μ και κολάκεμα) κολακεύω
καθετί που λέγεται ή γίνεται για κολακεία, καλόπιασμα, κολακευτικός λόγος ή κολακευτική πράξη («ἢν δὲ ἴδω ἢ κολακεύμασί τινα προτιμώμενον ἢ και ἄλλη τινὶ ἀνωφελεῖ χάριτι... ἐπιπλήττω», Ξεν.)
αρχ.
(για πρόσ.) πανούργος, απατεώνας.

Greek Monotonic

κολάκευμα: -ατος, τό, κομμάτι κολακείας, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κολάκευμα: τό, κολακεία, Ξεν. Οἰκον. 13, 12, Πλούτ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων ὡς τὰ τρῖμμα, παιπάλημα Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 381.

Middle Liddell

κολάκευμα, ατος, τό,
a piece of flattery, Xen.