σακτήρ

From LSJ
Revision as of 09:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σακτήρ Medium diacritics: σακτήρ Low diacritics: σακτήρ Capitals: ΣΑΚΤΗΡ
Transliteration A: saktḗr Transliteration B: saktēr Transliteration C: saktir Beta Code: sakth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, A sack, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σακτήρ: -ῆρος, ὁ (σάττω) σάκκος, θύλακος, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) σάκος, θύλακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάττω «γεμίζω, τακτοποιώ» (για το θ. σακ- βλ. λ. σάττω) + επίθημα -τήρ (πρβλ. φυλακ-τήρ)
για την σημ. βλ. και λ. σάκτας.