σκαμβόπους

From LSJ
Revision as of 09:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαμβόπους Medium diacritics: σκαμβόπους Low diacritics: σκαμβόπους Capitals: ΣΚΑΜΒΟΠΟΥΣ
Transliteration A: skambópous Transliteration B: skambopous Transliteration C: skamvopous Beta Code: skambo/pous

English (LSJ)

πουν, gen. ποδος, A bow-legged, Ps.-Archyt. ap. Simp. in Cat.396.1.

Greek (Liddell-Scott)

σκαμβόπους: ουν, ὁ ἔχων σκαμβούς, στραβοὺς πόδας, Θ. Λάσκαρ. Cod. Par. Supplém. 472, fol. 73 r0.

Greek Monolingual

-ουν, ΜΑ
αυτός που έχει στραβά πόδια, στραβοπόδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκαμβός + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πλατύ-πους].