σακκίας

From LSJ
Revision as of 09:15, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σακκίας Medium diacritics: σακκίας Low diacritics: σακκίας Capitals: ΣΑΚΚΙΑΣ
Transliteration A: sakkías Transliteration B: sakkias Transliteration C: sakkias Beta Code: sakki/as

English (LSJ)

(or σακίας) οἶνος, A strained wine, Poll.6.18.

German (Pape)

[Seite 858] ὁ, οἶνος, durchgeschlagener, durchgeseihter Wein, Eupolis. bei Poll. 6, 18.

Greek (Liddell-Scott)

σακκίας: (ἢ σακίας) οἶνος, οἶνος στραγγιζόμενος, «σακκίας δὲ ὁ διυλισμένος καὶ σακτὸς παρ’ Εὐπόλιδι» Πολυδ. Ϛ΄, 18.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ενν. οἶνος) (κατά τον Πολύδ.) «ὁ διυλισμένος καὶ σακτὸς οἶνος παρ' Εὐπόλιδι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + επίθημα -ίας (πρβλ. σαπρ-ίας)].