σπάργησις
From LSJ
ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge
English (LSJ)
εως, ἡ, A swelling, distention, μαστῶν Dsc.3.34, cf. 2.107 (v.l. σπαργανώσεις), Sor.1.76.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α [[σπαργῶ, -άω]]
διόγκωση, πρήξιμο που οφείλεται στην ύπαρξη ζωικών χυμών ή σε υπεραιμία.