στεπτικός

From LSJ
Revision as of 09:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεπτικός Medium diacritics: στεπτικός Low diacritics: στεπτικός Capitals: ΣΤΕΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: steptikós Transliteration B: steptikos Transliteration C: steptikos Beta Code: steptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A for crowning: στεπτικόν, τό, payment by magistrates for the crown of office, POxy.1413.4, al. (iii A.D.); cf. στέμμα, στέφανος.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στέφω
1. στεπτήριος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ στεπτικόν
χρήματα τα οποία οι άρχοντες κατέβαλλαν στους βασιλείς ως αντίτιμο για το αξίωμα που κατείχαν.