συνέμπτωσις

From LSJ
Revision as of 10:29, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὕβρις κακὸν μέγιστον ἀνθρώποις ἔφυ → Malum est hominibus maximum insolentia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 517
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνέμπτωσις Medium diacritics: συνέμπτωσις Low diacritics: συνέμπτωσις Capitals: ΣΥΝΕΜΠΤΩΣΙΣ
Transliteration A: synémptōsis Transliteration B: synemptōsis Transliteration C: synemptosis Beta Code: sune/mptwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A formal coincidence, [[[μέτρων]]] Sch.Heph.p.154 C.; σ. Σοφοκλεῖ καὶ Εὐριπίδῃ a coincidence (of language) between . ., Sch.Ar.Th. 21; σ. ἱστορική Ptol.Heph. ap. Phot.Bibl.p.148 B. II in Gramm., similarity of form, A.D.Pron.52.5, al.; τόνου Id.Adv.155.13.

German (Pape)

[Seite 1014] ἡ, Zusammenfallen, -treffen, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

συνέμπτωσις: ἡ, σύμπτωσις, μέτρων Λογγίνου Ἀποσπ. 3. 4· νοημάτων Εὐστ. Πονημ. 169. 79· ἢ οὖν ἐπίτηδες... ἢ συνέμπτωσις Σοφοκλεῖ καὶ Εὐριπίδῃ ἐγένετο, κατὰ σύμπτωσιν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 21· σ. ἱστορικὴ Πτολ. εἰς Φωτ. Βιβλ. 148, 25. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμματ., ὁμοιότης τύπου, Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. 57, κτλ.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, ΜΑ συνεμπίπτω
σύμπτωση («ἤ οὖν ἐπίτηδες... ἤ συνέμπτωσις Σοφοκλεῑ καὶ Εὐριπίδῃ ἐγένετο», σχόλ. Αριστοφ.)
αρχ.
(στη γραμματική) ομοιότητα τύπου.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, ΜΑ συνεμπίπτω
σύμπτωση («ἤ οὖν ἐπίτηδες... ἤ συνέμπτωσις Σοφοκλεῑ καὶ Εὐριπίδῃ ἐγένετο», σχόλ. Αριστοφ.)
αρχ.
(στη γραμματική) ομοιότητα τύπου.