συνοικτίζω
English (LSJ)
A have compassion on, τινα X.Cyr.4.6.5.
Greek (Liddell-Scott)
συνοικτίζω: λαμβάνω οἶκτον πρός τινα, ὁ πατὴρ αὐτοῦ συνῴκτισέ με Ξεν. Κύρ. 4. 6, 5.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
A
νιώθω και εγώ οίκτο για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + οἰκτίζω «αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, οικτίρω» (< οἶκτος)].
Greek Monotonic
συνοικτίζω: μέλ. -σω, τρέφω οίκτο, συμπόνοια για κάποιον, συλλυπούμαι, τινά, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συνοικτίζω: иметь сострадание: σ. τινά Xen. сжалиться над кем-л.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνοικτίζω [σύν, οἰκτίζω] medelijden hebben met, met acc.. Xen. Cyr. 4.6.5.
Middle Liddell
fut. σω
to have compassion on, τινά Xen.