συνοικτίζω

Revision as of 11:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A have compassion on, τινα X.Cyr.4.6.5.

Greek (Liddell-Scott)

συνοικτίζω: λαμβάνω οἶκτον πρός τινα, ὁ πατὴρ αὐτοῦ συνῴκτισέ με Ξεν. Κύρ. 4. 6, 5.

French (Bailly abrégé)

s’apitoyer sur, acc..
Étymologie: σύν, οἰκτίζω.

Greek Monolingual

A
νιώθω και εγώ οίκτο για κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + οἰκτίζω «αισθάνομαι οίκτο για κάποιον, οικτίρω» (< οἶκτος)].

Greek Monotonic

συνοικτίζω: μέλ. -σω, τρέφω οίκτο, συμπόνοια για κάποιον, συλλυπούμαι, τινά, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συνοικτίζω: иметь сострадание: σ. τινά Xen. сжалиться над кем-л.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοικτίζω [σύν, οἰκτίζω] medelijden hebben met, met acc.. Xen. Cyr. 4.6.5.

Middle Liddell

fut. σω
to have compassion on, τινά Xen.