σχοινιά

From LSJ
Revision as of 12:06, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινιά Medium diacritics: σχοινιά Low diacritics: σχοινιά Capitals: ΣΧΟΙΝΙΑ
Transliteration A: schoiniá Transliteration B: schoinia Transliteration C: schoinia Beta Code: sxoinia/

English (LSJ)

ἡ, (σχοῖνος) A clump or bunch of rushes, Thphr.HP4.12.2; βοτρύων σχοινιαί clusters of grapes, J AJ12.2.10, prob. cj. in Aristeas 75. II (σχοῖνος 111) the wall of a city or part thereof, Str.8.6.21, dub. l. in CIG(add.)2056g (Odessus).

German (Pape)

[Seite 1056] ἡ, 1) ein Klumpen zusammengewachsener Binsen, Theophr. – 2) Verbindung durch Stricke, Verstrickung; βοτρύων, ein Traubenkranz, Sp. – Bei Strab. 8, 6, 21 (p. 379) Ummauerung.

Greek (Liddell-Scott)

σχοινιά: ἡ, (σχοῖνος) σωρὸς σχοίνων ἢ βούρλων, «βουρλιά», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 12, 2· ― σχ. βοτρύων, ὁρμαθὸς βοτρύων, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 2, 10. ΙΙ. τόπος μεμετρημένος (ἴδε σχοῖνος ΙΙΙ), ὁ περίβολος πόλεως ἢ μέρος, Casaub. εἰς Στράβ. 379, Σύλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 2056g.

Greek Monolingual

ἡ, Α σχοῑνος
1. συστάδα σχοίνων, βούρλων, βουρλιά
2. περίβολος πόλεως ή τμήματος πόλεως, περιτειχισμός («τὰ ἐρείπια τῆς σχοινιᾱς», Στράβ.).