συφός
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
English (LSJ)
ὁ, A = συφεός, Lyc.676, Poll.7.187.
Greek (Liddell-Scott)
σῠφός: ὁ, = συφεός, στένοντες ἄτας ἐν συφοῖσο φορβάδες, «χοίρων κοίταις, χοίρων μάνδραις» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 676· «συφεοὶ καὶ συφοὶ καὶ χοιροκομεῖα» Πολυδ. Α΄, 251.
Greek Monolingual
ὁ, Α
χοιροστάσιο, συφεός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του συφεός].