σφονδυλίων

Revision as of 12:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

μυελός, ὁ, A spinal marrow (suggested by a misunderstanding of Il.20.483), Poll.2.130.

Greek (Liddell-Scott)

σφονδυλίων: μυελός, ὁ, ὁ μυελὸς τῆς σπονδυλικῆς στήλης, ὁ ῥαχίτης μυελὸς (ἡ λέξις αὕτη παρήχθη ἐκ παρανοήσεως τοῦ: μυελὸς αὖτε σφονδυλίων ἔκπαλθ’ ἐν Ἰλ. Υ. 483)· «ἐφέστηκε δὲ σφονδύλοις ἑπτὰ ὁ τράχηλος, οὓς Ὅμηρος ἀστραγάλους καλεῖ, καὶ σφονδυλίωνα τὸν μυελὸν τὸν ἐν αὐτοῖς» Πολυδ. Β΄, 130.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ενν. μυελός) πιθ. ο μυελός της σπονδυλικής στήλης, ο νωτιαίος μυελός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφόνδυλος / σπόνδυλος + επίθημα -ίων (πρβλ. ακανθ-ίων)].