τετράκλαστος

From LSJ
Revision as of 12:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰκλαστος Medium diacritics: τετράκλαστος Low diacritics: τετράκλαστος Capitals: ΤΕΤΡΑΚΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: tetráklastos Transliteration B: tetraklastos Transliteration C: tetraklastos Beta Code: tetra/klastos

English (LSJ)

ον, A broken fourfold, in four, Procl.ad Hes.Op.440.

German (Pape)

[Seite 1097] vierfach gebrochen, Procl. zu Hes. O. 442.

Greek (Liddell-Scott)

τετράκλαστος: -ον, ὁ κεκλασμένος εἰς τέσσαρα τεμάχια, ἐπὶ ἄρτου, Πρόκλ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 440 πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ τετράτρυφος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για άρτο) ο τεμαχισμένος στα τέσσερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + κλαστός (< κλῶ «τεμαχίζω»), πρβλ. ἡμί-κλαστος].