τετραπώγων
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
ωνος, ὁ, a plant, A = τραγοπώγων, Ps.-Dsc.2.143.
Greek (Liddell-Scott)
τετραπώγων: -ωνος, ὁ, εἶδος φυτοῦ, = τραγοπώγων, Διοσκ. 2. 173.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, Α
το φυτό τραγοπώγων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + πώγων.