τριστιχία

From LSJ
Revision as of 13:20, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριστῐχία Medium diacritics: τριστιχία Low diacritics: τριστιχία Capitals: ΤΡΙΣΤΙΧΙΑ
Transliteration A: tristichía Transliteration B: tristichia Transliteration C: tristichia Beta Code: tristixi/a

English (LSJ)

ἡ, A triple row, Gal.14.771. 2 union of three verses, τ. ἰαμβική Sch.Ar.Ra.326 (-στοιχ-).

Greek (Liddell-Scott)

τριστιχία: ἡ, τρεῖς σειραί, τριπλῆ σειρά, φαλάγγωσις δέ ἐστιν, ὅταν διστιχίατριστιχία τῶν ὑπεκφυομένων τριχῶν ᾖ ἐν τῷ ἄνω ἢ ἐν τῷ κάτω βλεφάρῳ Γαλην. 14. 771. 2) ἕνωσις τριῶν στίχων, τρ. ἰαμβικὴ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 324.

Greek Monolingual

ἡ, Α τρίστιχος
1. τριπλή σειράτριστιχία τῶν ὑπεκφυομένων τριχῶν», Γαλ.)
2. (μετρ.) ένωση τριών στίχων.