τροχαστικός
From LSJ
Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt
English (LSJ)
ή, όν, later Greek for Att. θρεκτικός (Moer.p.187 P.), ἡ τ. ἕξις or A δύναμις Arr.Epict.2.18.1.
Greek (Liddell-Scott)
τροχαστικός: -ή, -όν, Ἑλληνικῶς· Ἀττικῶς δὲ θρεκτικὸς (Μοῖρ. 187), ἡ τρ. ἕξις ἢ δύναμις, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 18, 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό / τροχαστικός, -ή, -όν, ΜΑ τροχάζω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ταχύ βηματισμό.