φθογγήεις

From LSJ
Revision as of 14:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθογγήεις Medium diacritics: φθογγήεις Low diacritics: φθογγήεις Capitals: ΦΘΟΓΓΗΕΙΣ
Transliteration A: phthongḗeis Transliteration B: phthongēeis Transliteration C: fthoggieis Beta Code: fqoggh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, contr. φθογγῆς, A sounding, Hdn.Gr.2.618, al.; φωνήεντας καὶ φθογγήεντας, of vowels, Nicom. Exc.6.

Greek (Liddell-Scott)

φθογγήεις: εσσα, εν, συνῃρ. φθογγῆς, φθογγῆντος, ὁ ποιῶν φθόγγον, ἠχῶν, Α. Β. 1188.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, και συνηρ. τ. φθογγῆς, -ῆντος, Α
αυτός που παράγει ήχο, που έχει φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθογγή + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τολμ-ήεις), βλ. λ. -όεις].