φιλαργικός

From LSJ
Revision as of 14:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

χωρὶς ὑγιείας βίος ἄβιος ἐστί → without health life is no-life, without health life is unlivable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλαργικός Medium diacritics: φιλαργικός Low diacritics: φιλαργικός Capitals: ΦΙΛΑΡΓΙΚΟΣ
Transliteration A: philargikós Transliteration B: philargikos Transliteration C: filargikos Beta Code: filargiko/s

English (LSJ)

ἡ, όν, (ἀργός) A contemplative, dub. in Fulg.Myth.2.1.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλαργικός: -ή, -όν, (ἀργὸς) ὁ ἀγαπῶν τὴν ἀργίαν, φίλος τῆς ἀργίας, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
1. αυτός που αγαπά την αργία, οκνηρός
2. φρ. «φιλαργικὸς βίος» — ζωή γεμάτη υλικές απολαύσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀργικός «οκνηρός» (< ἀργός [II])].