φιλοδειπνιστής
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one who likes giving dinners, D.L.3.98.
German (Pape)
[Seite 1279] ὁ, der gern schmaus't, Andere gern bewirthet, D. L. 3, 98.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοδειπνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ προσφέρῃ δεῖπνα, νὰ φιλεύῃ, Διογ. Λ. 3. 98.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που του αρέσει να παραθέτει δείπνο σε άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -δειπνιστής (< δειπνίζω «παραθέτω δείπνο»)].
Russian (Dvoretsky)
φιλοδειπνιστής: οῦ ὁ любитель задавать пиры, хлебосол Diog. L.