φιλόσπουδος
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
ον, A eager, zealous, OGI339.39 (Sestos, ii B. C.), AP5.45 (Phld.).
German (Pape)
[Seite 1286] Eile, Eifer, Ernst liebend, Philodem. 3 (V, 46).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόσπουδος: -ον, ὁ φιλῶν τὴν σπουδήν, τὴν προθυμίαν, τὸν ζῆλον, Ἀνθ. Παλατ. 5. 46.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αγαπά τη σπουδή, τον ζήλο, την προθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -σπουδος (< σπουδή), πρβλ. κενό-σπονδος].
Russian (Dvoretsky)
φιλόσπουδος: любящий серьезность, усердный: μή πω τοῦτο φ. Anth. не будь столь усерден, т. е. не слишком торопись.